Δέσποινα Μαυροματάκη*
Πηγή: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=556983
Παρά τις επιταγές του Συντάγματος που σαφώς ορίζει ότι η παιδεία παρέχεται σε όλους τους πολίτες με αποκλειστική ευθύνη του κράτους, παρά την ένταξη σε όλες τις βαθμίδες της εκπ/σης της διδασκαλίας περισσότερων από μίας ξένων γλωσσών, παρά το ότι από το 1995 η Ε.Ε έθεσε τη γλωσσομάθεια ως μια από τις προτεραιότητες της και θέσπισε σειρά από οδηγίες και προγράμματα για την υποστήριξη της εκμάθησης ξένων γλωσσών που συνυπέγραψε και η Ελλάδα, η Πολιτεία εξακολουθεί να μην καλύπτει την ανάγκη εκμάθησης ξένων γλωσσών μέσα από το Δημόσιο σχολείο.
Οι γονείς, στην αγωνία τους να προσφέρουν στα παιδιά τους όσο το δυνατόν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με την προσδοκία ότι θα τα οδηγήσει σε υψηλότερο εισόδημα και θα τους εξασφαλίσει περισσότερες επιλογές και γρηγορότερη απορρόφηση στην αγορά εργασίας, καταφεύγουν στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών κατέληξε να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του ιδιωτικού τομέα.
Όταν μιλούν οι αριθμοί
Ενώ στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση δε ξεπερνούν το 24%του συνόλου των εκπαιδευτικών δαπανών, στη χώρα μας ξεπερνούν το 38%. Σύμφωνα με τα στοιχεία σε κάθε 100 ευρώ που δίνει το κράτος για την παιδεία, η οικογένεια καταβάλλει κατευθείαν από τον προϋπολογισμό της για το ίδιο θέμα περίπου 63 ευρώ!
Σε μια χώρα όπου το 91% της κοινωνίας θεωρεί ότι μια ξένη γλώσσα είναι σημαντική και το 80% πιστεύει ότι οι γνώση 2 τουλάχιστον ξένων γλωσσών είναι το απαραίτητο επαγγελματικό εργαλείο που αυξάνει τις προοπτικές απασχόλησης των νέων, η Πολιτεία.
Η μόρφωση των παιδιών μιας οικογένειας καταλήγει να είναι η ακριβότερη επένδυση της, με την εκμάθηση των ξένων γλωσσών να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εξόδων.
Τα στοιχεία των τελευταίων χρόνων δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβήτηση.
Τη σχολική χρονιά 1995-1996 λειτουργούσαν στη χώρα μας 5956 φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Σήμερα έχουν σχεδόν διπλασιαστεί.
Από την επεξεργασία των στοιχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που δημοσιεύθηκαν το Μάρτιο του 2009 το συνολικό ποσό που δαπανούν οι γονείς των μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για την εκμάθηση των ξένων γλωσσών φτάνει στα 595,6 εκατομμύρια ευρώ.
Οι μαθητές των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ξεπερνούν το 1.000.000. Στον αριθμό αυτό δε συμπεριλαμβάνονται τα παιδιά των υψηλότερων οικονομικά στρωμάτων που παρακολουθούν ιδιαίτερα μαθήματα.
Τα δίδακτρα κυμαίνονται από 100 έως 250 ευρώ το μήνα ανάλογα με την τάξη, την περιοχή που βρίσκεται το φροντιστήριο, τη «φήμη» του και τις «επιτυχίες» του.
Στις δαπάνες αυτές θα πρέπει να συνυπολογιστούν το κόστος της αγοράς των βιβλίων, που είναι πολύ ακριβά, και της συμμετοχής στις εξετάσεις πτυχίων γλωσσομάθειας (από 60 έως 150 ευρώ ανάλογα με τη γλώσσα και το επίπεδο). Ακόμα και η προετοιμασία για το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας αποτελεί καθαρά υπόθεση των φροντιστηρίων αφού δεν υπάρχει καμία σύνδεσή του με τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών στο σχολείο όπως θα έπρεπε να συμβαίνει και άλλωστε είναι και απαίτηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων καθηγητών, Επιστημονικών Συνδέσμων ξένων γλωσσών, μαθητών και γονέων.
Λόγω του έντονου ανταγωνισμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των φορέων πιστοποίησης έχει καθιερωθεί από κάποιους από αυτούς η επιστροφή περίπου του 1/3 των εξόδων στο φροντιστήριο στο οποίο φοιτά ο μαθητής.
Έτσι, από τον ετήσιο τζίρο στις εξετάσεις πιστοποίησης, που ξεπερνά τα 15.000.000 ευρώ ετησίως, τα 5.000.000 επιστρέφονται στα φροντιστήρια και όχι στους μαθητές όπως θα έπρεπε αφού αυτοί είναι που τα πληρώνουν. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι τα έσοδα από τις διαδικασίες της πιστοποίησης είναι τεράστια και αυτό εξηγεί κατά κάποιο τρόπο και την αύξηση των σταδίων πιστοποίησης, σχεδόν ένα κάθε χρόνο χωρίς να είναι απαραίτητα όλα.
Μεγάλες αλυσίδες Κέντρων ξένων γλωσσών προσφέρουν πια δίδακτρα με πιστωτική κάρτα υπό τον όρο της τριετούς τουλάχιστον φοίτησης σε αυτά, προεισπράττοντας από την Τράπεζα το συνολικό ποσό της τριετίας.
Δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός έλεγχος από την Πολιτεία.
Το υψηλό κόστος όμως δεν εξασφαλίζει πάντοτε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, η οποία είναι κυρίως προσανατολισμένη στην εκμάθηση τεχνικών για την επιτυχία στις εξετάσεις και την απόκτηση του πολυπόθητου «χαρτιού».Το βάρος δεν δίνεται στη σωστή εκμάθηση της γλώσσας και στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων επικοινωνίας και στην γνωριμία με έναν άλλο πολιτισμό και στη συνειδητοποίηση της πολιτισμικής πολυμορφίας, με ότι αυτό προσφέρει στη δημιουργία ολοκληρωμένων πολιτών, αλλά στο να μη δυσαρεστηθεί ο πελάτης, αφού τα φροντιστήρια είναι επιχειρήσεις και, ως τέτοιες, στοχεύουν πρώτιστα στο κέρδος.
Για να μην αναφερθούμε στις πολύ δύσκολες συνθήκες εργασίας των 24.330 καθηγητών που εργάζονται σε αυτά. Είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα που απαιτεί ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω ότι τη σχολική χρονιά 2008-2009 τα δίδακτρα ανέβηκαν έως και 30% την ίδια ώρα που οι μισθοί των εργαζόμενων εκπαιδευτικών μειώθηκαν κατά 32%.
Οι ευθύνες της Πολιτείας
Οι γονείς, δέσμιοι της αδιαφορίας και της ανικανότητας της Πολιτείας να εξασφαλίσει ικανοποιητική ξενόγλωσση εκπαίδευση, αναγκάζονται να πληρώνουν πανάκριβα αυτό που θα έπρεπε να προσφέρεται στα παιδιά τους δωρεάν σύμφωνα και με τις επιταγές του Συντάγματος.
Πληρώνουν διπλά την Δωρεάν Παιδεία, μια με τους φόρους και μια με τα δίδακτρα σε φροντιστήρια, προσπαθώντας να καλύψουν τις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ταξικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος επιβεβαιώνεται περίτρανα στον τομέα της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν διασφαλίζει σήμερα μια ποιοτικά αναβαθμισμένη διδασκαλία ξένων γλωσσών με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της να μεταφέρεται στα φροντιστήρια και έτσι να ενισχύονται οι μορφωτικές και κοινωνικές ανισότητες. Η εκμάθηση και η πιστοποιημένη γνώση των ξένων γλωσσών (όσο και αν διαφωνεί κάποιος, το «χαρτί» εξακολουθεί να θεωρείται από την κοινωνία απαραίτητο εφόδιο και αποδεικτικό γνώσεων) είναι κυρίως προνόμιο των οικογενειών που έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις.
Η Πολιτεία αρκείται σε μεγαλόστομες υποσχέσεις και επικοινωνιακές εξαγγελίες για την πολυγλωσσία, την πολυπολιτισμικότητα, την εισαγωγή πολλών ξένων γλωσσών και τη δυνατότητα επιλογής από τους μαθητές ανάμεσα σε πολλές, χωρίς να παίρνει κανένα από τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της εκμάθησης των ξένων γλωσσών στο Δημόσιο σχολείο.
Αρνούμενη να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι σε γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς ρίχνει εύκολα τα βάρη για την υποβάθμιση του σχολείου γενικότερα και της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης ειδικότερα στους εκπαιδευτικούς.
Φταίει η ʽΓαλλικούʼ, η ʽΑγγλικούʼ, η ʽΓερμανικούʼ. Και δε φταίνε η συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, τα 30άρια τμήματα, οι μόνο δύο ώρες την εβδομάδα για τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας όπως καθορίζει το ωρολόγιο πρόγραμμα, η ασυνέχεια των αναλυτικών προγραμμάτων, η «έξωση» στην ουσία της β΄ ξένης γλώσσας από το Γενικό Λύκειο και την Τεχνική και Επαγγελματική εκπαίδευση, η έλλειψη κατάλληλων κτιριακών και υλικοτεχνικών υποδομών. Τμήματα β΄ ξένης γλώσσας κυρίως, που κάνουν μάθημα σε αμφιθέατρα, γυμναστήρια, γραφεία καθηγητών ή περιφέρονται από αίθουσα σε αίθουσα του σχολείου ανάλογα με το ποιο τμήμα έχει γυμναστική. Καθηγητές που «τσακώνονται» για το μοναδικό κασετόφωνο ή CD player του σχολείου, το οποίο αρκετές φορές είναι χαλασμένο.
Και το αποκορύφωμα; Η Γερμανική γλώσσα εδώ και πέντε χρόνια, και οι Αγγλική και Γαλλική, από τη φετινή σχολική χρονιά, που αντικαταστάθηκαν τα βιβλία του εμπορίου με αυτά του ΟΕΔΒ, διδάσκονται χωρίς ακουστικό υλικό, το οποίο αν και έχει πληρωθεί δεν έχει ακόμα παραχθεί, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για τη σωστή εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Την εποχή της τεχνολογίας, της μεγαλόστομης «ψηφιακής τάξης» και του πολύ-υπεσχημένου e-book οι μαθητές του ελληνικού Δημόσιου σχολείου, στο μάθημα της ξένης γλώσσας, δεν έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν ούτε μια κασέτα.
Και οι μαθητές πληρώνουν
Τελευταίο, σε αναφορά, όχι σε σημασία, μπαίνει το ζήτημα της εντατικοποίησης των σπουδών και της διαχείρισης του χρόνου των μαθητών. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών και η διαδικασία για τη πιστοποίησή τους δεν στοιχίζει μόνο πανάκριβα στους γονείς αλλά κυρίως κοστίζει ψυχικά στους μαθητές, οι οποίοι πιέζονται να αντεπεξέλθουν σε ένα ιδιαίτερα επιβαρημένο καθημερινό πρόγραμμα. Ποιος αλήθεια και με ποια κριτήρια και ασφαλείς μετρήσεις θα αποτιμήσει το χαμένο ελεύθερο χρόνο των μαθητών, τη σπαταλημένη παιδικότητα και εφηβεία μέσα σε στενές αίθουσες και σε αγχωμένες διαδρομές από το σχολείο στο φροντιστήριο και στο άλλο φροντιστήριο και στο άλλο…;
Υπάρχει λύση;
Η διδασκαλία και η σωστή εκμάθηση των ξένων γλωσσών είναι υποχρέωση του κράτους προς τους μαθητές.
Απαιτείται ο ριζικός αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης στη χώρα μας και η ουσιαστική αναβάθμιση της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης που παρέχεται στα σχολεία. Απαιτούνται νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, εξασφάλιση της κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής, κατάλληλος διδακτικός εξοπλισμός, σύσταση οργανικών θέσεων στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση και κάλυψή τους με διορισμούς μονίμων εκπαιδευτικών, λειτουργία τμημάτων πραγματικά παράλληλης διδασκαλίας με μέγιστο αριθμό τους 15 ανά τμήμα, αύξηση των ωρών διδασκαλίας, ουσιαστική σύνδεση της ξενόγλωσσης δημόσιας εκπαίδευσης με το Κρατικό Πιστοποιητικό γλωσσομάθειας. Μόνο έτσι θα εξασφαλίζεται το αναγκαίο επίπεδο γλωσσομάθειας χωρίς να αναγκάζονται οι μαθητές να προσφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα. z
*Καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενική Γραμματέας του Συνδέσμου Καθηγητών Γαλλικής Π.Ε. (Apf fu), Γενική Γραμματέας ΣΤ΄ ΕΛΜΕ Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου